-
1 φραγμος
ὅ [φράσσω]1) закрывание, затыканиеτῆς ἀκουούσης πηγῆς δι΄ ὤτων φ. Soph. — затыкание ушей, чтобы ничего не слышать
2) ограда, забор Her., Xen., Theocr., Plut., Luc.3) анат. перегородка, перепонка, преграда Arst.4) огороженное место, загон Anth. -
2 φραγμός
φραγ-μός, ὁ,2 intestinal obstruction, Cael.Aur.CP3.17.II fence, paling, X.Cyn. 11.4, AP9.343 (Arch.) BGU1119.32 (i B. C.), Ev.Matt.21.33, etc.; hedge, Aesop.385; railing of the bridge over the Hellespont, Hdt. 7.36: fortification, ib. 142; of the diaphragm, Hp.Flat.10, Arist.PA 672b20; of the shard of beetles, ib. 682b17; of the teeth, Poll.2.93.2 metaph., partition, Ep.Eph.2.14.b nickname of a man with a bristly beard, Luc.Pseudol.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φραγμός
-
3 φραγμός
φραγμός, ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).
См. также в других словарях:
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek